-
1 κατεῖπον
κατεῖπον, inf. κατειπεῖν, used as [tense] aor. to the [tense] pres. καταγορεύω ( κατερῶ (v. κατερέω) being the [tense] fut.):—also in form [full] κατεῖπα Hdt.2.89, Ar. Pax 20:—A speak against or to the prejudice of, accuse, denounce, τινος Ar. Pax 377, Th. 340;κ. τινὸς πρός τινα Pl.Tht. 149a
, cf. X.Mem.2.6.33: abs., give information, Hdt.2.89,πρὸς τοὺς βασιλέας SIG986.7
(Chios, v/iv B.C.).II c. acc., declare, report,εἴ σοι γάμον κατεῖπον E.Med. 589
;κ. τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar.V.54
; τἀν Σάμῳ ib. 283 (lyr.); πατέρα κ. make him known, E. Ion 1345; κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, denounce them, And.2.7: c. acc. et part.,κ. σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα E.Hel. 898
; enumerate,φύλλα δένδρων Anacreont.13.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεῖπον
См. также в других словарях:
στοιβάδα — η / στοίβας, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. στοίβα 2. στρώμα, στιβάδα αρχ. κλαδιά ή φύλλα δένδρων για στρώσιμο («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
γιρλάντα — και γκιρλάντα, η 1. ταινία ή στεφάνι από φύλλα δένδρων ή λουλούδια για διακόσμηση σε κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα 2. συνεχές κέντημα στην άκρη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghirlanda (πρβλ. γαλλ. guirlande ισπ. guirlanda] … Dictionary of Greek
μεγαθήριο — (Megatherium). Γένος θηλαστικών της τάξης των νωδών, το οποίο έχει εκλείψει. Το μ. ήταν ευρέως διαδεδομένο στη Νότια Αμερική κατά την πλειστόκαινο εποχή, ενώ τα απολιθώματά του που έχουν βρεθεί υποδεικνύουν ότι εξαφανίστηκε κατά την περίοδο της… … Dictionary of Greek
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
φράξινος — Γένος φυτών της οικογένειας των ελαιιδών. Περιλαμβάνει 64 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές της Γης. Οι φ. είναι δέντρα με φύλλα αντίθετα και πτεροσχιδή και με λείο υπότεφρο φλοιό. Τα άνθη τους είναι μονογενή ή διγενή και φανερώνονται… … Dictionary of Greek
ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek
όσμανθος — (όσμανθος ο εύοσμος). Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), μικρό καλλωπιστικό δεντρύλλιο ή θάμνος που κατάγεται από την Κίνα και την Ιαπωνία. Τα φύλλα του είναι αντίθετα, δερματώδη, ωοειδή προμήκη, ελαφρά πριονωτά, και έχουν χρώμα… … Dictionary of Greek